Δευτέρα, 21 Αυγούστου 2023
Ιδιαιτέρως ανθεκτικός και με δυναμική περαιτέρω ανάπτυξης εμφανίζεται ο κλάδος των βιολογικών ειδών διατροφής στη Γερμανία, παρά την επιστροφή των πολιτών σε χώρους εστίασης – όπως εστιατόρια και καντίνες – όπου τα συγκεκριμένα προϊόντα είτε δεν κυριαρχούν είτε δεν προσφέρονται. Η προσαρμογή στη νέα «κανονικότητα» μετά το τέλος της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων συντελείται σχετικά ομαλά, με τις πωλήσεις να βρίσκονται πάνω από τα επίπεδα του 2019, τελευταίου έτους πριν την εμφάνιση της πανδημίας της Covid-19.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η αξία τους ανήλθε το 2022 σε 15,3 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι μεν χαμηλότερο κατά 3,5% σε σύγκριση με το 2021, ωστόσο είναι υψηλότερο κατά 25% έναντι του 2019. Η μικρή αυτή υποχώρηση θεωρείται δε δικαιολογημένη, μετά την «έκρηξη» των πωλήσεων που προηγήθηκε τα δύο προηγούμενα έτη.
Κινητήρια δύναμη της αγοράς βιολογικών προϊόντων αποτελεί το λιανεμπόριο ειδών διατροφής, που αντιστοιχεί στα δύο τρίτα περίπου του συνόλου των πωλήσεων. Για του λόγου το αληθές, τα έσοδά του αυξήθηκαν το 2022 κατά 3,2% και έφτασαν στα 10,2 δισ. ευρώ.
Σημαντικό είναι το μερίδιο που αντιστοιχεί στις εκπτωτικές αλυσίδες, που κατάφεραν να κρατήσουν όσους κέρδισαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρά τις αυξήσεις στις τιμές και την τάση των πελατών να αναζητούν τις χαμηλότερες.
Αντιθέτως, σημαντική υποχώρηση, της τάξης του 18%, σημείωσαν το 2022 οι πωλήσεις βιολογικών προϊόντων μέσω άλλων «διαύλων»: Καταστήματα αγροτικών ειδών, διαδικτυακό εμπόριο, εβδομαδιαίες λαϊκές αγορές, αρτοποιεία και κρεοπωλεία. Η αξία των πωλήσεων σε αυτή την κατηγορία έφτασε πέρυσι στα 1,97 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να αντιστοιχεί στο 13% της συνολικής.
Από την πλευρά τους, τα εξειδικευμένα καταστήματα βιολογικών προϊόντων διατήρησαν την ιδιαίτερη θέση τους στη συγκεκριμένη αγορά. Πέρυσι, πραγματοποίησαν πωλήσεις ειδών διατροφής και ποτών αξίας 3,14 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι τους αναλογεί περίπου το 20% του συνολικού τζίρου.
Συνολικά, η αξία του χονδρεμπορίου που αφορά στα εξειδικευμένα καταστήματα διαμορφώθηκε πέρυσι στα 2,13 δισ. ευρώ, έναντι 2,34 δισ. το 2021 (και το 2020), ενώ για το λιανεμπόριο η αξία έφτασε στα 3,83 δισ. ευρώ, έναντι 4,21 δισ. το 2021 και 4,37 δισ. το 2020. Τα αντίστοιχα ποσά για χονδρεμπόριο και λιανεμπόριο το 2019, πριν δηλαδή την πανδημία, είναι 1,92 δισ. και 3,76 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι το 2022 ήταν καλύτερο σε σύγκριση με εκείνο το έτος.
Σε σχέση με την πορεία των τιμών σε μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού, που για μεγάλο διάστημα παρέμεινε σε διψήφιο ποσοστό, οι αυξήσεις στις τιμές των βιολογικών προϊόντων ήταν αναμενόμενες. Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία δείχνουν ότι ήταν αρκετά μικρότερες από ό,τι στα «συμβατικά» είδη διατροφής: Το μέσο ποσοστό αύξησης κατά το 2022 διαμορφώθηκε στο 6,6% έναντι 12,1%.
Η παραπάνω εξέλιξη ήταν αυτή που ουσιαστικά διατήρησε και τους τζίρους σχετικά σταθερούς, παρά τη μείωση του όγκου των πωλήσεων στη μεγάλη πλειοψηφία των βιολογικών προϊόντων – με εξαίρεση το κρέας και τα γαλακτοκομικά. Συγκεκριμένα (κάτι που αποτυπώνει και τις τάσεις των καταναλωτών), τη μεγαλύτερη αύξηση σε όγκο πωλήσεων κατέγραψαν πέρυσι τα φυτικά ροφήματα και ποτά – κατά 61,3% σε σύγκριση με το 2021 – τα υποκατάστατα κρέατος (κατά 25,6%) και τα αυγά (15,9%).
Όσον αφορά, τέλος, στα μερίδια που είχαν πέρυσι τα διάφορα είδη βιολογικών προϊόντων στις πωλήσεις, διαμορφώνονται ως εξής: Το 59,7% αφορά τα φρέσκα και το 40,3% τα αποξηραμένα και τυποποιημένα.
© INTZEIDIS Consulting